Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἄστεγος
ἀστεΐζομαι
ἀστειολογία
ἀστειομελής
ἀστεῖος
ἀστειότης
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστενακτί
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
View word page
ἄστεκτος
insufferable

ShortDef

insufferable

Debugging

Headword:
ἄστεκτος
Headword (normalized):
ἄστεκτος
Headword (normalized/stripped):
αστεκτος
IDX:
14361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14362
Key:

Data

{'content': 'insufferable'}