Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσταφίς
ἀστάφυλος
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἄστεγος
ἀστεΐζομαι
ἀστειολογία
ἀστειομελής
ἀστεῖος
ἀστειότης
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστενακτί
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
View word page
ἀστέϊσμα
witticism

ShortDef

witticism

Debugging

Headword:
ἀστέϊσμα
Headword (normalized):
ἀστέϊσμα
Headword (normalized/stripped):
αστεισμα
IDX:
14359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14360
Key:

Data

{'content': 'witticism'}