Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἀστάφυλος
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἄστεγος
ἀστεΐζομαι
ἀστειολογία
ἀστειομελής
ἀστεῖος
ἀστειότης
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστενακτί
ἀστένακτος
ᾀστέον
View word page
ἀστειότης
prettiness, daintiness

ShortDef

prettiness, daintiness

Debugging

Headword:
ἀστειότης
Headword (normalized):
ἀστειότης
Headword (normalized/stripped):
αστειοτης
IDX:
14358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14359
Key:

Data

{'content': 'prettiness, daintiness'}