Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἀστάφυλος
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἄστεγος
ἀστεΐζομαι
ἀστειολογία
ἀστειομελής
ἀστεῖος
ἀστειότης
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστενακτί
ἀστένακτος
View word page
ἀστεῖος
of the town; polite, refined, witty
ShortDef
of the town; polite, refined, witty
Debugging
Headword:
ἀστεῖος
Headword (normalized):
ἀστεῖος
Headword (normalized/stripped):
αστειος
IDX:
14357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14358
Key:
Data
{'content': 'of the town; polite, refined, witty'}