Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄστατοι
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἀστάφυλος
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἄστεγος
ἀστεΐζομαι
ἀστειολογία
ἀστειομελής
ἀστεῖος
ἀστειότης
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστενακτί
View word page
ἀστειομελής
with graceful limbs

ShortDef

with graceful limbs

Debugging

Headword:
ἀστειομελής
Headword (normalized):
ἀστειομελής
Headword (normalized/stripped):
αστειομελης
IDX:
14356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14357
Key:

Data

{'content': 'with graceful limbs'}