Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστατέω
ἄστατοι
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἀστάφυλος
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἄστεγος
ἀστεΐζομαι
ἀστειολογία
ἀστειομελής
ἀστεῖος
ἀστειότης
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
View word page
ἀστειολογία
clever talking, wit

ShortDef

clever talking, wit

Debugging

Headword:
ἀστειολογία
Headword (normalized):
ἀστειολογία
Headword (normalized/stripped):
αστειολογια
IDX:
14355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14356
Key:

Data

{'content': 'clever talking, wit'}