Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀστάσπης
ἀστατέω
ἄστατοι
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἀστάφυλος
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἄστεγος
ἀστεΐζομαι
ἀστειολογία
ἀστειομελής
ἀστεῖος
ἀστειότης
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
View word page
ἀστεΐζομαι
to talk cleverly

ShortDef

to talk cleverly

Debugging

Headword:
ἀστεΐζομαι
Headword (normalized):
ἀστεΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
αστειζομαι
IDX:
14354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14355
Key:

Data

{'content': 'to talk cleverly'}