Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστασία
ἀστασίαστος
Ἀστάσπης
ἀστατέω
ἄστατοι
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἀστάφυλος
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἄστεγος
ἀστεΐζομαι
ἀστειολογία
ἀστειομελής
ἀστεῖος
ἀστειότης
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
View word page
ἀστέγαστος
uncovered

ShortDef

uncovered

Debugging

Headword:
ἀστέγαστος
Headword (normalized):
ἀστέγαστος
Headword (normalized/stripped):
αστεγαστος
IDX:
14352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14353
Key:

Data

{'content': 'uncovered'}