Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσταλύζω
ἀστάνδης
Ἀστάρτειος
Ἀστάρτη
ἀστασία
ἀστασίαστος
Ἀστάσπης
ἀστατέω
ἄστατοι
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἀστάφυλος
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἄστεγος
ἀστεΐζομαι
ἀστειολογία
ἀστειομελής
ἀστεῖος
ἀστειότης
View word page
ἀσταφιδίτης
of raisins
ShortDef
of raisins
Debugging
Headword:
ἀσταφιδίτης
Headword (normalized):
ἀσταφιδίτης
Headword (normalized/stripped):
ασταφιδιτης
IDX:
14348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14349
Key:
Data
{'content': 'of raisins'}