Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστάλακτος
ἀστάλη
ἀσταλής
ἀσταλύζω
ἀστάνδης
Ἀστάρτειος
Ἀστάρτη
ἀστασία
ἀστασίαστος
Ἀστάσπης
ἀστατέω
ἄστατοι
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἀστάφυλος
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἄστεγος
ἀστεΐζομαι
ἀστειολογία
View word page
ἀστατέω
to be unstable
ShortDef
to be unstable
Debugging
Headword:
ἀστατέω
Headword (normalized):
ἀστατέω
Headword (normalized/stripped):
αστατεω
IDX:
14345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14346
Key:
Data
{'content': 'to be unstable'}