Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάλη
ἀσταλής
ἀσταλύζω
ἀστάνδης
Ἀστάρτειος
Ἀστάρτη
ἀστασία
ἀστασίαστος
Ἀστάσπης
ἀστατέω
ἄστατοι
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἀστάφυλος
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἄστεγος
ἀστεΐζομαι
View word page
Ἀστάσπης
Astaspes
ShortDef
Astaspes
Debugging
Headword:
Ἀστάσπης
Headword (normalized):
ἀστάσπης
Headword (normalized/stripped):
αστασπης
IDX:
14344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14345
Key:
Data
{'content': 'Astaspes'}