Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀστακός2
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάλη
ἀσταλής
ἀσταλύζω
ἀστάνδης
Ἀστάρτειος
Ἀστάρτη
ἀστασία
ἀστασίαστος
Ἀστάσπης
ἀστατέω
ἄστατοι
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἀστάφυλος
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
View word page
ἀστασία
unsteadiness, inconstancy

ShortDef

unsteadiness, inconstancy

Debugging

Headword:
ἀστασία
Headword (normalized):
ἀστασία
Headword (normalized/stripped):
αστασια
IDX:
14342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14343
Key:

Data

{'content': 'unsteadiness, inconstancy'}