Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστακός
Ἀστακός2
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάλη
ἀσταλής
ἀσταλύζω
ἀστάνδης
Ἀστάρτειος
Ἀστάρτη
ἀστασία
ἀστασίαστος
Ἀστάσπης
ἀστατέω
ἄστατοι
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἀστάφυλος
ἄσταχυς
View word page
Ἀστάρτη
the goddess Astarte

ShortDef

the goddess Astarte

Debugging

Headword:
Ἀστάρτη
Headword (normalized):
ἀστάρτη
Headword (normalized/stripped):
ασταρτη
IDX:
14341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14342
Key:

Data

{'content': 'the goddess Astarte'}