Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄσταθμος
Ἀστακός
ἀστακός
Ἀστακός2
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάλη
ἀσταλής
ἀσταλύζω
ἀστάνδης
Ἀστάρτειος
Ἀστάρτη
ἀστασία
ἀστασίαστος
Ἀστάσπης
ἀστατέω
ἄστατοι
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
View word page
ἀστάνδης
a courier
ShortDef
a courier
Debugging
Headword:
ἀστάνδης
Headword (normalized):
ἀστάνδης
Headword (normalized/stripped):
αστανδης
IDX:
14339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14340
Key:
Data
{'content': 'a courier'}