Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστάθμητος
ἄσταθμος
Ἀστακός
ἀστακός
Ἀστακός2
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάλη
ἀσταλής
ἀσταλύζω
ἀστάνδης
Ἀστάρτειος
Ἀστάρτη
ἀστασία
ἀστασίαστος
Ἀστάσπης
ἀστατέω
ἄστατοι
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
View word page
ἀσταλύζω
weep and sob
ShortDef
weep and sob
Debugging
Headword:
ἀσταλύζω
Headword (normalized):
ἀσταλύζω
Headword (normalized/stripped):
ασταλυζω
IDX:
14338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14339
Key:
Data
{'content': 'weep and sob'}