Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστάθμευτος
ἀστάθμητος
ἄσταθμος
Ἀστακός
ἀστακός
Ἀστακός2
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάλη
ἀσταλής
ἀσταλύζω
ἀστάνδης
Ἀστάρτειος
Ἀστάρτη
ἀστασία
ἀστασίαστος
Ἀστάσπης
ἀστατέω
ἄστατοι
ἄστατος
View word page
ἀσταλής
unarmed, unclad
ShortDef
unarmed, unclad
Debugging
Headword:
ἀσταλής
Headword (normalized):
ἀσταλής
Headword (normalized/stripped):
ασταλης
IDX:
14337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14338
Key:
Data
{'content': 'unarmed, unclad'}