Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσταγής
ἀσταθής
ἀστάθμευτος
ἀστάθμητος
ἄσταθμος
Ἀστακός
ἀστακός
Ἀστακός2
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάλη
ἀσταλής
ἀσταλύζω
ἀστάνδης
Ἀστάρτειος
Ἀστάρτη
ἀστασία
ἀστασίαστος
Ἀστάσπης
ἀστατέω
View word page
ἀστάλακτος
not dripping

ShortDef

not dripping

Debugging

Headword:
ἀστάλακτος
Headword (normalized):
ἀστάλακτος
Headword (normalized/stripped):
ασταλακτος
IDX:
14335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14336
Key:

Data

{'content': 'not dripping'}