Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀσσυρίς
ἀσταγής
ἀσταθής
ἀστάθμευτος
ἀστάθμητος
ἄσταθμος
Ἀστακός
ἀστακός
Ἀστακός2
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάλη
ἀσταλής
ἀσταλύζω
ἀστάνδης
Ἀστάρτειος
Ἀστάρτη
ἀστασία
ἀστασίαστος
Ἀστάσπης
View word page
ἄστακτος
not in drops, gushing

ShortDef

not in drops, gushing

Debugging

Headword:
ἄστακτος
Headword (normalized):
ἄστακτος
Headword (normalized/stripped):
αστακτος
IDX:
14334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14335
Key:

Data

{'content': 'not in drops, gushing'}