Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἄσσιος
ἆσσον
Ἄσσος
Ἀσσυρία
Ἀσσύριοι
Ἀσσύριος
Ἀσσυρίς
ἀσταγής
ἀσταθής
ἀστάθμευτος
ἀστάθμητος
ἄσταθμος
Ἀστακός
ἀστακός
Ἀστακός2
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάλη
ἀσταλής
ἀσταλύζω
View word page
ἀστάθμητος
unsteady, unstable

ShortDef

unsteady, unstable

Debugging

Headword:
ἀστάθμητος
Headword (normalized):
ἀστάθμητος
Headword (normalized/stripped):
ασταθμητος
IDX:
14328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14329
Key:

Data

{'content': 'unsteady, unstable'}