Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀσσησός
ἀσσιδάριος
Ἄσσιος
ἆσσον
Ἄσσος
Ἀσσυρία
Ἀσσύριοι
Ἀσσύριος
Ἀσσυρίς
ἀσταγής
ἀσταθής
ἀστάθμευτος
ἀστάθμητος
ἄσταθμος
Ἀστακός
ἀστακός
Ἀστακός2
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάλη
View word page
ἀσταθής
unsteady, unstable
ShortDef
unsteady, unstable
Debugging
Headword:
ἀσταθής
Headword (normalized):
ἀσταθής
Headword (normalized/stripped):
ασταθης
IDX:
14326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14327
Key:
Data
{'content': 'unsteady, unstable'}