Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀείσκωψ
ἀείστροφος
ἀειτελής
ἀειφανής
ἀειφεγγής
ἀειφλεγής
ἀείφρουρος
ἀειφυγία
ἀειφυλλία
ἀείφυλλος
ἀείχλωρος
ἀειχρόνιος
ἀεκαζόμενος
ἀέκητι
ἀεκούσιος
ἀέκων
ἀέλιοι
ἄελλα
ἀελλαῖος
ἀελλής
ἀελλοδρόμας
View word page
ἀείχλωρος
always green

ShortDef

always green

Debugging

Headword:
ἀείχλωρος
Headword (normalized):
ἀείχλωρος
Headword (normalized/stripped):
αειχλωρος
IDX:
1431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1432
Key:

Data

{'content': 'always green'}