Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσπορία
ἄσπορος
ἀσπούδαστος
ἀσπουδί
ἄσπουδος
ἀσπράτουρα
Ἀσπρήνας
ἄσπρις
ἄσπρος
ἄσσα
Ἀσσάρακος
ἀσσαριαῖος
Ἀσσήσιος
Ἀσσησός
ἀσσιδάριος
Ἄσσιος
ἆσσον
Ἄσσος
Ἀσσυρία
Ἀσσύριοι
Ἀσσύριος
View word page
Ἀσσάρακος
Assaracus
ShortDef
Assaracus
Debugging
Headword:
Ἀσσάρακος
Headword (normalized):
ἀσσάρακος
Headword (normalized/stripped):
ασσαρακος
IDX:
14313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14314
Key:
Data
{'content': 'Assaracus'}