Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσπλαγχνέω
ἄσπλαγχνος
Ἀσπληδών
ἄσπληνον
ἄσπληνος
ἀσπονδεί
ἀσπονδία
ἄσπονδος
ἀσπορέω
ἀσπορία
ἄσπορος
ἀσπούδαστος
ἀσπουδί
ἄσπουδος
ἀσπράτουρα
Ἀσπρήνας
ἄσπρις
ἄσπρος
ἄσσα
Ἀσσάρακος
ἀσσαριαῖος
View word page
ἄσπορος
unsown, growing without cultivation

ShortDef

unsown, growing without cultivation

Debugging

Headword:
ἄσπορος
Headword (normalized):
ἄσπορος
Headword (normalized/stripped):
ασπορος
IDX:
14304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14305
Key:

Data

{'content': 'unsown, growing without cultivation'}