Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσπίλωτος
ἀσπίς
ἀσπιστής
ἀσπιστικός
ἀσπίστωρ
ἀσπλαγχνέω
ἄσπλαγχνος
Ἀσπληδών
ἄσπληνον
ἄσπληνος
ἀσπονδεί
ἀσπονδία
ἄσπονδος
ἀσπορέω
ἀσπορία
ἄσπορος
ἀσπούδαστος
ἀσπουδί
ἄσπουδος
ἀσπράτουρα
Ἀσπρήνας
View word page
ἀσπονδεί
without truce, implacably
ShortDef
without truce, implacably
Debugging
Headword:
ἀσπονδεί
Headword (normalized):
ἀσπονδεί
Headword (normalized/stripped):
ασπονδει
IDX:
14299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14300
Key:
Data
{'content': 'without truce, implacably'}