Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσπίζω
ἄσπιλος
ἀσπίλωτος
ἀσπίς
ἀσπιστής
ἀσπιστικός
ἀσπίστωρ
ἀσπλαγχνέω
ἄσπλαγχνος
Ἀσπληδών
ἄσπληνον
ἄσπληνος
ἀσπονδεί
ἀσπονδία
ἄσπονδος
ἀσπορέω
ἀσπορία
ἄσπορος
ἀσπούδαστος
ἀσπουδί
ἄσπουδος
View word page
ἄσπληνον
miltwaste, Asplenium Ceterach
ShortDef
miltwaste, Asplenium Ceterach
Debugging
Headword:
ἄσπληνον
Headword (normalized):
ἄσπληνον
Headword (normalized/stripped):
ασπληνον
IDX:
14297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14298
Key:
Data
{'content': 'miltwaste, Asplenium Ceterach'}