Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσπιδοποιΐα
ἀσπιδοποιός
ἀσπιδότροφος
ἀσπιδοῦχος
ἀσπιδοφέρμων
ἀσπιδοφορέω
ἀσπιδοφόρος
ἀσπίζω
ἄσπιλος
ἀσπίλωτος
ἀσπίς
ἀσπιστής
ἀσπιστικός
ἀσπίστωρ
ἀσπλαγχνέω
ἄσπλαγχνος
Ἀσπληδών
ἄσπληνον
ἄσπληνος
ἀσπονδεί
ἀσπονδία
View word page
ἀσπίς
a round shield; asp, Egyptian cobra
ShortDef
a round shield; asp, Egyptian cobra
Debugging
Headword:
ἀσπίς
Headword (normalized):
ἀσπίς
Headword (normalized/stripped):
ασπις
IDX:
14290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14291
Key:
Data
{'content': 'a round shield; asp, Egyptian cobra'}