Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσπιδοπηγός
ἀσπιδοποιΐα
ἀσπιδοποιός
ἀσπιδότροφος
ἀσπιδοῦχος
ἀσπιδοφέρμων
ἀσπιδοφορέω
ἀσπιδοφόρος
ἀσπίζω
ἄσπιλος
ἀσπίλωτος
ἀσπίς
ἀσπιστής
ἀσπιστικός
ἀσπίστωρ
ἀσπλαγχνέω
ἄσπλαγχνος
Ἀσπληδών
ἄσπληνον
ἄσπληνος
ἀσπονδεί
View word page
ἀσπίλωτος
without spots
ShortDef
without spots
Debugging
Headword:
ἀσπίλωτος
Headword (normalized):
ἀσπίλωτος
Headword (normalized/stripped):
ασπιλωτος
IDX:
14289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14290
Key:
Data
{'content': 'without spots'}