Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσπιδοπήγιον
ἀσπιδοπηγός
ἀσπιδοποιΐα
ἀσπιδοποιός
ἀσπιδότροφος
ἀσπιδοῦχος
ἀσπιδοφέρμων
ἀσπιδοφορέω
ἀσπιδοφόρος
ἀσπίζω
ἄσπιλος
ἀσπίλωτος
ἀσπίς
ἀσπιστής
ἀσπιστικός
ἀσπίστωρ
ἀσπλαγχνέω
ἄσπλαγχνος
Ἀσπληδών
ἄσπληνον
ἄσπληνος
View word page
ἄσπιλος
without spot, spotless

ShortDef

without spot, spotless

Debugging

Headword:
ἄσπιλος
Headword (normalized):
ἄσπιλος
Headword (normalized/stripped):
ασπιλος
IDX:
14288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14289
Key:

Data

{'content': 'without spot, spotless'}