Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσπιδοπηγεῖον
ἀσπιδοπήγιον
ἀσπιδοπηγός
ἀσπιδοποιΐα
ἀσπιδοποιός
ἀσπιδότροφος
ἀσπιδοῦχος
ἀσπιδοφέρμων
ἀσπιδοφορέω
ἀσπιδοφόρος
ἀσπίζω
ἄσπιλος
ἀσπίλωτος
ἀσπίς
ἀσπιστής
ἀσπιστικός
ἀσπίστωρ
ἀσπλαγχνέω
ἄσπλαγχνος
Ἀσπληδών
ἄσπληνον
View word page
ἀσπίζω
shield, protect
ShortDef
shield, protect
Debugging
Headword:
ἀσπίζω
Headword (normalized):
ἀσπίζω
Headword (normalized/stripped):
ασπιζω
IDX:
14287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14288
Key:
Data
{'content': 'shield, protect'}