Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσπιδοθήρας
ἀσπιδοπηγεῖον
ἀσπιδοπήγιον
ἀσπιδοπηγός
ἀσπιδοποιΐα
ἀσπιδοποιός
ἀσπιδότροφος
ἀσπιδοῦχος
ἀσπιδοφέρμων
ἀσπιδοφορέω
ἀσπιδοφόρος
ἀσπίζω
ἄσπιλος
ἀσπίλωτος
ἀσπίς
ἀσπιστής
ἀσπιστικός
ἀσπίστωρ
ἀσπλαγχνέω
ἄσπλαγχνος
Ἀσπληδών
View word page
ἀσπιδοφόρος
bearing a shield

ShortDef

bearing a shield

Debugging

Headword:
ἀσπιδοφόρος
Headword (normalized):
ἀσπιδοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ασπιδοφορος
IDX:
14286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14287
Key:

Data

{'content': 'bearing a shield'}