Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσπιδόδηκτος
ἀσπιδόδουπος
ἀσπιδοειδής
ἀσπιδόεις
ἀσπιδοθήρας
ἀσπιδοπηγεῖον
ἀσπιδοπήγιον
ἀσπιδοπηγός
ἀσπιδοποιΐα
ἀσπιδοποιός
ἀσπιδότροφος
ἀσπιδοῦχος
ἀσπιδοφέρμων
ἀσπιδοφορέω
ἀσπιδοφόρος
ἀσπίζω
ἄσπιλος
ἀσπίλωτος
ἀσπίς
ἀσπιστής
ἀσπιστικός
View word page
ἀσπιδότροφος
feeding on adders

ShortDef

feeding on adders

Debugging

Headword:
ἀσπιδότροφος
Headword (normalized):
ἀσπιδότροφος
Headword (normalized/stripped):
ασπιδοτροφος
IDX:
14282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14283
Key:

Data

{'content': 'feeding on adders'}