Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσπερμί
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδεῖον
ἀσπιδηστρόφος
ἀσπιδηφόρος
ἀσπίδιον
ἀσπιδίσκος
ἀσπιδιώτης
ἀσπιδόδηκτος
ἀσπιδόδουπος
ἀσπιδοειδής
ἀσπιδόεις
ἀσπιδοθήρας
ἀσπιδοπηγεῖον
ἀσπιδοπήγιον
ἀσπιδοπηγός
ἀσπιδοποιΐα
ἀσπιδοποιός
View word page
ἀσπιδιώτης
shield-bearing, a warrior

ShortDef

shield-bearing, a warrior

Debugging

Headword:
ἀσπιδιώτης
Headword (normalized):
ἀσπιδιώτης
Headword (normalized/stripped):
ασπιδιωτης
IDX:
14271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14272
Key:

Data

{'content': 'shield-bearing, a warrior'}