Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσπαστός
ἄσπειστος
Ἀσπένδιος
Ἄσπενδος
ἀσπερμί
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδεῖον
ἀσπιδηστρόφος
ἀσπιδηφόρος
ἀσπίδιον
ἀσπιδίσκος
ἀσπιδιώτης
ἀσπιδόδηκτος
ἀσπιδόδουπος
ἀσπιδοειδής
ἀσπιδόεις
ἀσπιδοθήρας
ἀσπιδοπηγεῖον
View word page
ἀσπιδηστρόφος
shield-wielding

ShortDef

shield-wielding

Debugging

Headword:
ἀσπιδηστρόφος
Headword (normalized):
ἀσπιδηστρόφος
Headword (normalized/stripped):
ασπιδηστροφος
IDX:
14267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14268
Key:

Data

{'content': 'shield-wielding'}