Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστέον
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
ἄσπειστος
Ἀσπένδιος
Ἄσπενδος
ἀσπερμί
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδεῖον
ἀσπιδηστρόφος
ἀσπιδηφόρος
ἀσπίδιον
ἀσπιδίσκος
ἀσπιδιώτης
ἀσπιδόδηκτος
ἀσπιδόδουπος
View word page
ἀσπερχές
hastily, hotly, vehemently

ShortDef

hastily, hotly, vehemently

Debugging

Headword:
ἀσπερχές
Headword (normalized):
ἀσπερχές
Headword (normalized/stripped):
ασπερχες
IDX:
14263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14264
Key:

Data

{'content': 'hastily, hotly, vehemently'}