Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστέον
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
ἄσπειστος
Ἀσπένδιος
Ἄσπενδος
ἀσπερμί
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδεῖον
ἀσπιδηστρόφος
ἀσπιδηφόρος
ἀσπίδιον
ἀσπιδίσκος
ἀσπιδιώτης
ἀσπιδόδηκτος
View word page
ἄσπερμος
without seed
ShortDef
without seed
Debugging
Headword:
ἄσπερμος
Headword (normalized):
ἄσπερμος
Headword (normalized/stripped):
ασπερμος
IDX:
14262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14263
Key:
Data
{'content': 'without seed'}