Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀσπασία
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστέον
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
ἄσπειστος
Ἀσπένδιος
Ἄσπενδος
ἀσπερμί
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδεῖον
ἀσπιδηστρόφος
ἀσπιδηφόρος
ἀσπίδιον
ἀσπιδίσκος
ἀσπιδιώτης
View word page
ἀσπερμί
without the right to a loan of seed
ShortDef
without the right to a loan of seed
Debugging
Headword:
ἀσπερμί
Headword (normalized):
ἀσπερμί
Headword (normalized/stripped):
ασπερμι
IDX:
14261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14262
Key:
Data
{'content': 'without the right to a loan of seed'}