Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσπανιστία
ἀσπάρακτος
ἄσπαρτος
Ἀσπασία
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστέον
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
ἄσπειστος
Ἀσπένδιος
Ἄσπενδος
ἀσπερμί
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδεῖον
ἀσπιδηστρόφος
ἀσπιδηφόρος
View word page
ἄσπειστος
to be appeased by no libations, implacable

ShortDef

to be appeased by no libations, implacable

Debugging

Headword:
ἄσπειστος
Headword (normalized):
ἄσπειστος
Headword (normalized/stripped):
ασπειστος
IDX:
14258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14259
Key:

Data

{'content': 'to be appeased by no libations, implacable'}