Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσπαλιευτής
ἀσπαλιευτικός
ἀσπανιστία
ἀσπάρακτος
ἄσπαρτος
Ἀσπασία
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστέον
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
ἄσπειστος
Ἀσπένδιος
Ἄσπενδος
ἀσπερμί
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδεῖον
View word page
ἀσπαστικός
friendly
ShortDef
friendly
Debugging
Headword:
ἀσπαστικός
Headword (normalized):
ἀσπαστικός
Headword (normalized/stripped):
ασπαστικος
IDX:
14256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14257
Key:
Data
{'content': 'friendly'}