Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἀσπάλαξ
ἀσπαλία
ἀσπαλιεύομαι
ἀσπαλιευτής
ἀσπαλιευτικός
ἀσπανιστία
ἀσπάρακτος
ἄσπαρτος
Ἀσπασία
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστέον
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
ἄσπειστος
Ἀσπένδιος
Ἄσπενδος
ἀσπερμί
View word page
Ἀσπασία
Aspasia
ShortDef
Aspasia
Debugging
Headword:
Ἀσπασία
Headword (normalized):
ἀσπασία
Headword (normalized/stripped):
ασπασια
IDX:
14251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14252
Key:
Data
{'content': 'Aspasia'}