Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄσοφος
ἄσπα
ἀσπάζομαι
ἀσπάθητος
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἀσπάλαξ
ἀσπαλία
ἀσπαλιεύομαι
ἀσπαλιευτής
ἀσπαλιευτικός
ἀσπανιστία
ἀσπάρακτος
ἄσπαρτος
Ἀσπασία
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστέον
ἀσπαστικός
ἀσπαστός
View word page
ἀσπαλιευτικός
of or for an angler

ShortDef

of or for an angler

Debugging

Headword:
ἀσπαλιευτικός
Headword (normalized):
ἀσπαλιευτικός
Headword (normalized/stripped):
ασπαλιευτικος
IDX:
14247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14248
Key:

Data

{'content': 'of or for an angler'}