Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ᾀσματολογέω
ᾀσματοποιός
ἀσμενέω
ἀσμενίζω
ἀσμενισμός
ἀσμενιστέον
ἀσμενιστός
ἄσμενος
ἄσμηκτος
ἀσόλοικος
ἀσοφία
ἀσόφιστος
ἄσοφος
ἄσπα
ἀσπάζομαι
ἀσπάθητος
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἀσπάλαξ
ἀσπαλία
ἀσπαλιεύομαι
View word page
ἀσοφία
unwisdom, stupidity
ShortDef
unwisdom, stupidity
Debugging
Headword:
ἀσοφία
Headword (normalized):
ἀσοφία
Headword (normalized/stripped):
ασοφια
IDX:
14235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14236
Key:
Data
{'content': 'unwisdom, stupidity'}