Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσμάραγος
ᾀσματοκάμπτης
ᾀσματολογέω
ᾀσματοποιός
ἀσμενέω
ἀσμενίζω
ἀσμενισμός
ἀσμενιστέον
ἀσμενιστός
ἄσμενος
ἄσμηκτος
ἀσόλοικος
ἀσοφία
ἀσόφιστος
ἄσοφος
ἄσπα
ἀσπάζομαι
ἀσπάθητος
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἀσπάλαξ
View word page
ἄσμηκτος
not cleansed with soap

ShortDef

not cleansed with soap

Debugging

Headword:
ἄσμηκτος
Headword (normalized):
ἄσμηκτος
Headword (normalized/stripped):
ασμηκτος
IDX:
14233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14234
Key:

Data

{'content': 'not cleansed with soap'}