Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ᾆσμα
ἀσμάραγος
ᾀσματοκάμπτης
ᾀσματολογέω
ᾀσματοποιός
ἀσμενέω
ἀσμενίζω
ἀσμενισμός
ἀσμενιστέον
ἀσμενιστός
ἄσμενος
ἄσμηκτος
ἀσόλοικος
ἀσοφία
ἀσόφιστος
ἄσοφος
ἄσπα
ἀσπάζομαι
ἀσπάθητος
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
View word page
ἄσμενος
well-pleased, glad

ShortDef

well-pleased, glad

Debugging

Headword:
ἄσμενος
Headword (normalized):
ἄσμενος
Headword (normalized/stripped):
ασμενος
IDX:
14232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14233
Key:

Data

{'content': 'well-pleased, glad'}