Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσκωλιασμός
ἄσκωμα
ᾆσμα
ἀσμάραγος
ᾀσματοκάμπτης
ᾀσματολογέω
ᾀσματοποιός
ἀσμενέω
ἀσμενίζω
ἀσμενισμός
ἀσμενιστέον
ἀσμενιστός
ἄσμενος
ἄσμηκτος
ἀσόλοικος
ἀσοφία
ἀσόφιστος
ἄσοφος
ἄσπα
ἀσπάζομαι
ἀσπάθητος
View word page
ἀσμενιστέον
one must take
ShortDef
one must take
Debugging
Headword:
ἀσμενιστέον
Headword (normalized):
ἀσμενιστέον
Headword (normalized/stripped):
ασμενιστεον
IDX:
14230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14231
Key:
Data
{'content': 'one must take'}