Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἄσκωμα
ᾆσμα
ἀσμάραγος
ᾀσματοκάμπτης
ᾀσματολογέω
ᾀσματοποιός
ἀσμενέω
ἀσμενίζω
ἀσμενισμός
ἀσμενιστέον
ἀσμενιστός
ἄσμενος
ἄσμηκτος
ἀσόλοικος
ἀσοφία
ἀσόφιστος
ἄσοφος
ἄσπα
ἀσπάζομαι
View word page
ἀσμενισμός
gratification

ShortDef

gratification

Debugging

Headword:
ἀσμενισμός
Headword (normalized):
ἀσμενισμός
Headword (normalized/stripped):
ασμενισμος
IDX:
14229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14230
Key:

Data

{'content': 'gratification'}