Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἄσκωμα
ᾆσμα
ἀσμάραγος
ᾀσματοκάμπτης
ᾀσματολογέω
ᾀσματοποιός
ἀσμενέω
ἀσμενίζω
ἀσμενισμός
ἀσμενιστέον
ἀσμενιστός
ἄσμενος
ἄσμηκτος
ἀσόλοικος
ἀσοφία
ἀσόφιστος
ἄσοφος
ἄσπα
View word page
ἀσμενίζω
to be well-pleased

ShortDef

to be well-pleased

Debugging

Headword:
ἀσμενίζω
Headword (normalized):
ἀσμενίζω
Headword (normalized/stripped):
ασμενιζω
IDX:
14228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14229
Key:

Data

{'content': 'to be well-pleased'}