Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἄσκωμα
ᾆσμα
ἀσμάραγος
ᾀσματοκάμπτης
ᾀσματολογέω
ᾀσματοποιός
ἀσμενέω
ἀσμενίζω
ἀσμενισμός
ἀσμενιστέον
ἀσμενιστός
ἄσμενος
ἄσμηκτος
View word page
ἀσμάραγος
noiseless

ShortDef

noiseless

Debugging

Headword:
ἀσμάραγος
Headword (normalized):
ἀσμάραγος
Headword (normalized/stripped):
ασμαραγος
IDX:
14223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14224
Key:

Data

{'content': 'noiseless'}