Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἄσκωμα
ᾆσμα
ἀσμάραγος
ᾀσματοκάμπτης
ᾀσματολογέω
ᾀσματοποιός
ἀσμενέω
ἀσμενίζω
ἀσμενισμός
ἀσμενιστέον
ἀσμενιστός
View word page
ἄσκωμα
the leather padding of the hole which served for the rowlock
ShortDef
the leather padding of the hole which served for the rowlock
Debugging
Headword:
ἄσκωμα
Headword (normalized):
ἄσκωμα
Headword (normalized/stripped):
ασκωμα
IDX:
14221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14222
Key:
Data
{'content': 'the leather padding of the hole which served for the rowlock'}