Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἄσκωμα
ᾆσμα
ἀσμάραγος
ᾀσματοκάμπτης
ᾀσματολογέω
ᾀσματοποιός
ἀσμενέω
ἀσμενίζω
ἀσμενισμός
ἀσμενιστέον
View word page
ἀσκωλιασμός
leaping on greased wineskins
ShortDef
leaping on greased wineskins
Debugging
Headword:
ἀσκωλιασμός
Headword (normalized):
ἀσκωλιασμός
Headword (normalized/stripped):
ασκωλιασμος
IDX:
14220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14221
Key:
Data
{'content': 'leaping on greased wineskins'}