Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκοφορέω
Ἄσκρη
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἄσκωμα
ᾆσμα
ἀσμάραγος
ᾀσματοκάμπτης
ᾀσματολογέω
ᾀσματοποιός
ἀσμενέω
ἀσμενίζω
ἀσμενισμός
View word page
ἀσκωλιάζω
hop on greased wineskins at the Ἀσκώλια
ShortDef
hop on greased wineskins at the Ἀσκώλια
Debugging
Headword:
ἀσκωλιάζω
Headword (normalized):
ἀσκωλιάζω
Headword (normalized/stripped):
ασκωλιαζω
IDX:
14219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14220
Key:
Data
{'content': 'hop on greased wineskins at the Ἀσκώλια'}